- διαβρεχης
- διαβρεχήςδια-βρεχής2промокший, пропитанный
(δ. ἰχῶρι πέπλος Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δ. ἰχῶρι πέπλος Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek